Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
View word page
ἐνόδιος
in the road, at the road side
ShortDef
in the road, at the road side
Debugging
Headword:
ἐνόδιος
Headword (normalized):
ἐνόδιος
Headword (normalized/stripped):
ενοδιος
IDX:
30404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30405
Key:
Data
{'content': 'in the road, at the road side'}