Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
View word page
ἔνογκος
swollen

ShortDef

swollen

Debugging

Headword:
ἔνογκος
Headword (normalized):
ἔνογκος
Headword (normalized/stripped):
ενογκος
IDX:
30403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30404
Key:

Data

{'content': 'swollen'}