Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔννοος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
View word page
ἐννωτίζομαι
carry on one's back

ShortDef

carry on one's back

Debugging

Headword:
ἐννωτίζομαι
Headword (normalized):
ἐννωτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εννωτιζομαι
IDX:
30401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30402
Key:

Data

{'content': "carry on one's back"}