Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔννομος
ἔννοος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
View word page
ἔννωθρος
dazed

ShortDef

dazed

Debugging

Headword:
ἔννωθρος
Headword (normalized):
ἔννωθρος
Headword (normalized/stripped):
εννωθρος
IDX:
30400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30401
Key:

Data

{'content': 'dazed'}