Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
ἔννοος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
View word page
ἐννυχεύω
to sleep in
ShortDef
to sleep in
Debugging
Headword:
ἐννυχεύω
Headword (normalized):
ἐννυχεύω
Headword (normalized/stripped):
εννυχευω
IDX:
30398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30399
Key:
Data
{'content': 'to sleep in'}