Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννοητικός
ἔννοια
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
ἔννοος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
View word page
ἐννυκτερεύω
pass the night in

ShortDef

pass the night in

Debugging

Headword:
ἐννυκτερεύω
Headword (normalized):
ἐννυκτερεύω
Headword (normalized/stripped):
εννυκτερευω
IDX:
30396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30397
Key:

Data

{'content': 'pass the night in'}