Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννοητέον
ἐννοητικός
ἔννοια
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
ἔννοος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
View word page
ἐννότιος
wet, moist

ShortDef

wet, moist

Debugging

Headword:
ἐννότιος
Headword (normalized):
ἐννότιος
Headword (normalized/stripped):
εννοτιος
IDX:
30395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30396
Key:

Data

{'content': 'wet, moist'}