Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννόησις
ἐννοητέον
ἐννοητικός
ἔννοια
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
ἔννοος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
View word page
ἐννοσσοποιέομαι
make oneself a nest on

ShortDef

make oneself a nest on

Debugging

Headword:
ἐννοσσοποιέομαι
Headword (normalized):
ἐννοσσοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
εννοσσοποιεομαι
IDX:
30394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30395
Key:

Data

{'content': 'make oneself a nest on'}