Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννοέω
ἐννόημα
ἐννοηματικός
ἐννόησις
ἐννοητέον
ἐννοητικός
ἔννοια
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
ἔννοος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
View word page
ἔννοος
thoughlful, shrewd, sensible

ShortDef

thoughlful, shrewd, sensible

Debugging

Headword:
ἔννοος
Headword (normalized):
ἔννοος
Headword (normalized/stripped):
εννοος
IDX:
30391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30392
Key:

Data

{'content': 'thoughlful, shrewd, sensible'}