Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννησιάδες
ἐννήφω
ἐννήχομαι
ἔννιον
ἐννιτρόγεως
ἐννοέω
ἐννόημα
ἐννοηματικός
ἐννόησις
ἐννοητέον
ἐννοητικός
ἔννοια
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
ἔννοος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
View word page
ἐννοητικός
thoughtful

ShortDef

thoughtful

Debugging

Headword:
ἐννοητικός
Headword (normalized):
ἐννοητικός
Headword (normalized/stripped):
εννοητικος
IDX:
30386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30387
Key:

Data

{'content': 'thoughtful'}