Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἄκρεα
ἀκρελεφάντινος
ἀκρεμονικός
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἄκρη
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρήδεμνος
ἀκρηθής
ἀκρητόχολος
ἄκρια
ἀκρία
ἀκριβάζω
ἀκρίβασμα
ἀκριβασμός
ἀκριβαστής
ἀκρίβεια
View word page
ἄκρηβος
in earliest youth

ShortDef

in earliest youth

Debugging

Headword:
ἄκρηβος
Headword (normalized):
ἄκρηβος
Headword (normalized/stripped):
ακρηβος
IDX:
3036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3037
Key:

Data

{'content': 'in earliest youth'}