Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννεάγηρα
ἐννεαγράμματον
ἐννεάγωνος
ἐννεαδάκτυλος
ἐννεάδεσμος
ἐννεαδικός
ἐννεαετηρικός
ἐννεαέτης
ἐννεαετία
ἐννεάζω
ἐννεακαίδεκα
ἐννεακαιδεκαετηρίς
ἐννεακαιδεκαέτης
ἐννεακαιδεκάμηνος
ἐννεακαιδεκαπλασίων
ἐννεακαιδέκατος
ἐννεακαιδεκέτης
ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλα
ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις
ἐννεακαιεικοσιχοίνικος
ἐννεακέφαλος
View word page
ἐννεακαίδεκα
nineteen

ShortDef

nineteen

Debugging

Headword:
ἐννεακαίδεκα
Headword (normalized):
ἐννεακαίδεκα
Headword (normalized/stripped):
εννεακαιδεκα
IDX:
30319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30320
Key:

Data

{'content': 'nineteen'}