Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκρατος
ἀκρατότης
ἀκρατοφόρος
ἀκρατόφρων
ἀκράτωρ
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἄκρεα
ἀκρελεφάντινος
ἀκρεμονικός
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἄκρη
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρήδεμνος
ἀκρηθής
ἀκρητόχολος
ἄκρια
ἀκρία
View word page
ἀκρεμονικός
branching

ShortDef

branching

Debugging

Headword:
ἀκρεμονικός
Headword (normalized):
ἀκρεμονικός
Headword (normalized/stripped):
ακρεμονικος
IDX:
3031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3032
Key:

Data

{'content': 'branching'}