Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννάκις
ἐννάσσω
ἐνναυπηγέομαι
ἐννέα
ἐννεάβοιος
ἐννεάγηρα
ἐννεαγράμματον
ἐννεάγωνος
ἐννεαδάκτυλος
ἐννεάδεσμος
ἐννεαδικός
ἐννεαετηρικός
ἐννεαέτης
ἐννεαετία
ἐννεάζω
ἐννεακαίδεκα
ἐννεακαιδεκαετηρίς
ἐννεακαιδεκαέτης
ἐννεακαιδεκάμηνος
ἐννεακαιδεκαπλασίων
ἐννεακαιδέκατος
View word page
ἐννεαδικός
based on

ShortDef

based on

Debugging

Headword:
ἐννεαδικός
Headword (normalized):
ἐννεαδικός
Headword (normalized/stripped):
εννεαδικος
IDX:
30314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30315
Key:

Data

{'content': 'based on'}