Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνναίω
ἐννάκις
ἐννάσσω
ἐνναυπηγέομαι
ἐννέα
ἐννεάβοιος
ἐννεάγηρα
ἐννεαγράμματον
ἐννεάγωνος
ἐννεαδάκτυλος
ἐννεάδεσμος
ἐννεαδικός
ἐννεαετηρικός
ἐννεαέτης
ἐννεαετία
ἐννεάζω
ἐννεακαίδεκα
ἐννεακαιδεκαετηρίς
ἐννεακαιδεκαέτης
ἐννεακαιδεκάμηνος
ἐννεακαιδεκαπλασίων
View word page
ἐννεάδεσμος
with nine joints, many-jointed
ShortDef
with nine joints, many-jointed
Debugging
Headword:
ἐννεάδεσμος
Headword (normalized):
ἐννεάδεσμος
Headword (normalized/stripped):
εννεαδεσμος
IDX:
30313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30314
Key:
Data
{'content': 'with nine joints, many-jointed'}