Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνναετήρ
ἐνναετηρίς
ἐνναέτηρος
ἐνναέτης
ἐνναέτης2
ἐνναετία
ἐνναίω
ἐννάκις
ἐννάσσω
ἐνναυπηγέομαι
ἐννέα
ἐννεάβοιος
ἐννεάγηρα
ἐννεαγράμματον
ἐννεάγωνος
ἐννεαδάκτυλος
ἐννεάδεσμος
ἐννεαδικός
ἐννεαετηρικός
ἐννεαέτης
ἐννεαετία
View word page
ἐννέα
nine
ShortDef
nine
Debugging
Headword:
ἐννέα
Headword (normalized):
ἐννέα
Headword (normalized/stripped):
εννεα
IDX:
30307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30308
Key:
Data
{'content': 'nine'}