Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρατοπότης
ἀκρατοπώλιον
ἄκρατος
ἀκρατότης
ἀκρατοφόρος
ἀκρατόφρων
ἀκράτωρ
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἄκρεα
ἀκρελεφάντινος
ἀκρεμονικός
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἄκρη
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρήδεμνος
ἀκρηθής
ἀκρητόχολος
View word page
ἄκρεα
(n.pl.) extremities

ShortDef

(n.pl.) extremities

Debugging

Headword:
ἄκρεα
Headword (normalized):
ἄκρεα
Headword (normalized/stripped):
ακρεα
IDX:
3029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3030
Key:

Data

{'content': '(n.pl.) extremities'}