Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκράτιστος
ἀκρατοκώθων
ἀκρατοποσία
ἀκρατοποτέω
ἀκρατοπότης
ἀκρατοπώλιον
ἄκρατος
ἀκρατότης
ἀκρατοφόρος
ἀκρατόφρων
ἀκράτωρ
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἄκρεα
ἀκρελεφάντινος
ἀκρεμονικός
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἄκρη
ἀκρήβης
View word page
ἀκράτωρ
powerless; not in control, intemperate

ShortDef

powerless; not in control, intemperate

Debugging

Headword:
ἀκράτωρ
Headword (normalized):
ἀκράτωρ
Headword (normalized/stripped):
ακρατωρ
IDX:
3025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3026
Key:

Data

{'content': 'powerless; not in control, intemperate'}