Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
ἐνθυμηματίζομαι
ἐνθυμηματικός
ἐνθυμηματώδης
ἐνθύμησις
ἐνθυμητέον
ἐνθυμητέος
ἐνθυμία
ἐνθυμίζομαι
ἐνθύμιος
ἐνθυμιστός
ἔνθυμος
ἐνθυσιάζω
ἐνθωρακίζω
View word page
ἐνθυμηματώδης
enthymematic

ShortDef

enthymematic

Debugging

Headword:
ἐνθυμηματώδης
Headword (normalized):
ἐνθυμηματώδης
Headword (normalized/stripped):
ενθυμηματωδης
IDX:
30231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30232
Key:

Data

{'content': 'enthymematic'}