Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
ἐνθυμηματίζομαι
ἐνθυμηματικός
ἐνθυμηματώδης
ἐνθύμησις
ἐνθυμητέον
ἐνθυμητέος
ἐνθυμία
ἐνθυμίζομαι
View word page
ἐνθρῴσκω
leap in, on

ShortDef

leap in, on

Debugging

Headword:
ἐνθρῴσκω
Headword (normalized):
ἐνθρῴσκω
Headword (normalized/stripped):
ενθρωσκω
IDX:
30226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30227
Key:

Data

{'content': 'leap in, on'}