Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
ἐνθυμηματίζομαι
ἐνθυμηματικός
ἐνθυμηματώδης
ἐνθύμησις
ἐνθυμητέον
View word page
ἐνθρύπτης
intritio

ShortDef

intritio

Debugging

Headword:
ἐνθρύπτης
Headword (normalized):
ἐνθρύπτης
Headword (normalized/stripped):
ενθρυπτης
IDX:
30223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30224
Key:

Data

{'content': 'intritio'}