Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
ἐνθυμηματίζομαι
ἐνθυμηματικός
ἐνθυμηματώδης
ἐνθύμησις
View word page
ἔνθρυος
reedy

ShortDef

reedy

Debugging

Headword:
ἔνθρυος
Headword (normalized):
ἔνθρυος
Headword (normalized/stripped):
ενθρυος
IDX:
30222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30223
Key:

Data

{'content': 'reedy'}