Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
ἐνθυμηματίζομαι
ἐνθυμηματικός
ἐνθυμηματώδης
View word page
ἐνθρυμματίς
sop

ShortDef

sop

Debugging

Headword:
ἐνθρυμματίς
Headword (normalized):
ἐνθρυμματίς
Headword (normalized/stripped):
ενθρυμματις
IDX:
30221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30222
Key:

Data

{'content': 'sop'}