Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
ἐνθυμηματίζομαι
View word page
ἐνθρόνισμα
consecrated seat

ShortDef

consecrated seat

Debugging

Headword:
ἐνθρόνισμα
Headword (normalized):
ἐνθρόνισμα
Headword (normalized/stripped):
ενθρονισμα
IDX:
30219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30220
Key:

Data

{'content': 'consecrated seat'}