Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
ἐνθύμημα
View word page
ἐνθρόνιος
enthroned
ShortDef
enthroned
Debugging
Headword:
ἐνθρόνιος
Headword (normalized):
ἐνθρόνιος
Headword (normalized/stripped):
ενθρονιος
IDX:
30218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30219
Key:
Data
{'content': 'enthroned'}