Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθουσιαστής
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
ἐνθρῴσκω
ἐνθυμέομαι
View word page
ἐνθρονίζω
place on a throme

ShortDef

place on a throme

Debugging

Headword:
ἐνθρονίζω
Headword (normalized):
ἐνθρονίζω
Headword (normalized/stripped):
ενθρονιζω
IDX:
30217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30218
Key:

Data

{'content': 'place on a throme'}