Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθουσίασις
ἐνθουσιασμός
ἐνθουσιαστής
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
ἐνθρύπτης
ἔνθρυπτος
ἐνθρύπτω
View word page
ἐνθρομβόομαι
become clotted

ShortDef

become clotted

Debugging

Headword:
ἐνθρομβόομαι
Headword (normalized):
ἐνθρομβόομαι
Headword (normalized/stripped):
ενθρομβοομαι
IDX:
30215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30216
Key:

Data

{'content': 'become clotted'}