Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνθορος
ἐνθορυβέω
ἐνθουσιάζω
ἐνθουσίασις
ἐνθουσιασμός
ἐνθουσιαστής
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
ἔνθρυος
View word page
ἐνθρίακτος
inspired
ShortDef
inspired
Debugging
Headword:
ἐνθρίακτος
Headword (normalized):
ἐνθρίακτος
Headword (normalized/stripped):
ενθριακτος
IDX:
30212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30213
Key:
Data
{'content': 'inspired'}