Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνθνῄσκω
ἔνθορος
ἐνθορυβέω
ἐνθουσιάζω
ἐνθουσίασις
ἐνθουσιασμός
ἐνθουσιαστής
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
ἐνθρυμματίς
View word page
ἔνθρηνος
mournful
ShortDef
mournful
Debugging
Headword:
ἔνθρηνος
Headword (normalized):
ἔνθρηνος
Headword (normalized/stripped):
ενθρηνος
IDX:
30211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30212
Key:
Data
{'content': 'mournful'}