Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνθλιψις
ἐνθνῄσκω
ἔνθορος
ἐνθορυβέω
ἐνθουσιάζω
ἐνθουσίασις
ἐνθουσιασμός
ἐνθουσιαστής
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
ἐνθρόνισμα
ἐνθρονισμός
View word page
ἐνθράσσω
prick
ShortDef
prick
Debugging
Headword:
ἐνθράσσω
Headword (normalized):
ἐνθράσσω
Headword (normalized/stripped):
ενθρασσω
IDX:
30210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30211
Key:
Data
{'content': 'prick'}