Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθλίβω
ἐνθλιπτικός
ἔνθλιψις
ἐνθνῄσκω
ἔνθορος
ἐνθορυβέω
ἐνθουσιάζω
ἐνθουσίασις
ἐνθουσιασμός
ἐνθουσιαστής
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
ἐνθρονίζω
ἐνθρόνιος
View word page
ἐνθουσιαστικός
inspired

ShortDef

inspired

Debugging

Headword:
ἐνθουσιαστικός
Headword (normalized):
ἐνθουσιαστικός
Headword (normalized/stripped):
ενθουσιαστικος
IDX:
30208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30209
Key:

Data

{'content': 'inspired'}