Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνθλασις
ἐνθλάω
ἐνθλίβω
ἐνθλιπτικός
ἔνθλιψις
ἐνθνῄσκω
ἔνθορος
ἐνθορυβέω
ἐνθουσιάζω
ἐνθουσίασις
ἐνθουσιασμός
ἐνθουσιαστής
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
ἐνθριόω
ἐνθρίτης
ἐνθρομβόομαι
ἐνθρονιαστικά
View word page
ἐνθουσιασμός
inspiration, enthusiasm, frenzy

ShortDef

inspiration, enthusiasm, frenzy

Debugging

Headword:
ἐνθουσιασμός
Headword (normalized):
ἐνθουσιασμός
Headword (normalized/stripped):
ενθουσιασμος
IDX:
30206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30207
Key:

Data

{'content': 'inspiration, enthusiasm, frenzy'}