Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνθήκη
ἐνθηλυπαθέω
ἔνθηρος
ἔνθινος
ἔνθλασις
ἐνθλάω
ἐνθλίβω
ἐνθλιπτικός
ἔνθλιψις
ἐνθνῄσκω
ἔνθορος
ἐνθορυβέω
ἐνθουσιάζω
ἐνθουσίασις
ἐνθουσιασμός
ἐνθουσιαστής
ἐνθουσιαστικός
ἐνθουσιώδης
ἐνθράσσω
ἔνθρηνος
ἐνθρίακτος
View word page
ἔνθορος
impregnated

ShortDef

impregnated

Debugging

Headword:
ἔνθορος
Headword (normalized):
ἔνθορος
Headword (normalized/stripped):
ενθορος
IDX:
30202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30203
Key:

Data

{'content': 'impregnated'}