Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνθεσμος
ἐνθετέον
ἐνθετικός
ἔνθετος
ἐνθετταλίζομαι
ἐνθεωρέω
ἐνθηκάριος
ἐνθήκη
ἐνθηλυπαθέω
ἔνθηρος
ἔνθινος
ἔνθλασις
ἐνθλάω
ἐνθλίβω
ἐνθλιπτικός
ἔνθλιψις
ἐνθνῄσκω
ἔνθορος
ἐνθορυβέω
ἐνθουσιάζω
ἐνθουσίασις
View word page
ἔνθινος
θεῖος (in the sense of εὐσεβής)
ShortDef
θεῖος (in the sense of εὐσεβής)
Debugging
Headword:
ἔνθινος
Headword (normalized):
ἔνθινος
Headword (normalized/stripped):
ενθινος
IDX:
30195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30196
Key:
Data
{'content': 'θεῖος (in the sense of εὐσεβής)'}