Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρατεύομαι
ἀκρατευτικός
ἀκρατέω
ἀκρατής
ἀκρατησία
ἀκράτητος
ἀκρατία
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκρατισμός
ἀκράτιστος
ἀκρατοκώθων
ἀκρατοποσία
ἀκρατοποτέω
ἀκρατοπότης
ἀκρατοπώλιον
ἄκρατος
ἀκρατότης
ἀκρατοφόρος
ἀκρατόφρων
ἀκράτωρ
View word page
ἀκράτιστος
having breakfasted

ShortDef

having breakfasted

Debugging

Headword:
ἀκράτιστος
Headword (normalized):
ἀκράτιστος
Headword (normalized/stripped):
ακρατιστος
IDX:
3015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3016
Key:

Data

{'content': 'having breakfasted'}