Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκραξόνιον
ἀκρασία
ἀκρασία2
ἀκρασίων
ἀκράσπεδος
ἀκρατάριον
ἀκράτεια
ἀκρατεύομαι
ἀκρατευτικός
ἀκρατέω
ἀκρατής
ἀκρατησία
ἀκράτητος
ἀκρατία
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκρατισμός
ἀκράτιστος
ἀκρατοκώθων
ἀκρατοποσία
ἀκρατοποτέω
View word page
ἀκρατής
powerless, impotent

ShortDef

powerless, impotent

Debugging

Headword:
ἀκρατής
Headword (normalized):
ἀκρατής
Headword (normalized/stripped):
ακρατης
IDX:
3008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3009
Key:

Data

{'content': 'powerless, impotent'}