Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄκραντος
ἀκραξόνιον
ἀκρασία
ἀκρασία2
ἀκρασίων
ἀκράσπεδος
ἀκρατάριον
ἀκράτεια
ἀκρατεύομαι
ἀκρατευτικός
ἀκρατέω
ἀκρατής
ἀκρατησία
ἀκράτητος
ἀκρατία
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκρατισμός
ἀκράτιστος
ἀκρατοκώθων
ἀκρατοποσία
View word page
ἀκρατέω
to be powerless, impotent
ShortDef
to be powerless, impotent
Debugging
Headword:
ἀκρατέω
Headword (normalized):
ἀκρατέω
Headword (normalized/stripped):
ακρατεω
IDX:
3007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3008
Key:
Data
{'content': 'to be powerless, impotent'}