Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἐνερεύθομαι
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνερόχρως
ἔνερσις
ἐνέρτερος
ἐνέρυθρος
ἐνεσία
ἔνεσις
ἐνεστιάομαι
ἐνέστιος
View word page
ἐνερεύθομαι
to be somewhat ruddy

ShortDef

to be somewhat ruddy

Debugging

Headword:
ἐνερεύθομαι
Headword (normalized):
ἐνερεύθομαι
Headword (normalized/stripped):
ενερευθομαι
IDX:
30069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30070
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat ruddy'}