Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἐνερεύθομαι
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνερόχρως
ἔνερσις
ἐνέρτερος
ἐνέρυθρος
ἐνεσία
ἔνεσις
ἐνεστιάομαι
View word page
ἐνερευθής
somewhat ruddy
ShortDef
somewhat ruddy
Debugging
Headword:
ἐνερευθής
Headword (normalized):
ἐνερευθής
Headword (normalized/stripped):
ενερευθης
IDX:
30068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30069
Key:
Data
{'content': 'somewhat ruddy'}