Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἐνερεύθομαι
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνερόχρως
ἔνερσις
ἐνέρτερος
ἐνέρυθρος
ἐνεσία
ἔνεσις
View word page
ἐνερεύγομαι
to belch on

ShortDef

to belch on

Debugging

Headword:
ἐνερεύγομαι
Headword (normalized):
ἐνερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
ενερευγομαι
IDX:
30067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30068
Key:

Data

{'content': 'to belch on'}