Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἐνερεύθομαι
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνερόχρως
ἔνερσις
ἐνέρτερος
ἐνέρυθρος
ἐνεσία
View word page
ἐνέρεισις
pressure

ShortDef

pressure

Debugging

Headword:
ἐνέρεισις
Headword (normalized):
ἐνέρεισις
Headword (normalized/stripped):
ενερεισις
IDX:
30066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30067
Key:

Data

{'content': 'pressure'}