Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἐνερεύθομαι
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνερόχρως
ἔνερσις
ἐνέρτερος
ἐνέρυθρος
View word page
ἐνερείδω
to thrust in, fix in

ShortDef

to thrust in, fix in

Debugging

Headword:
ἐνερείδω
Headword (normalized):
ἐνερείδω
Headword (normalized/stripped):
ενερειδω
IDX:
30065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30066
Key:

Data

{'content': 'to thrust in, fix in'}