Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἐνερεύθομαι
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνερόχρως
ἔνερσις
ἐνέρτερος
View word page
ἐνεργός
at work, working, active, busy
ShortDef
at work, working, active, busy
Debugging
Headword:
ἐνεργός
Headword (normalized):
ἐνεργός
Headword (normalized/stripped):
ενεργος
IDX:
30064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30065
Key:
Data
{'content': 'at work, working, active, busy'}