Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἐνερεύθομαι
ἔνερθε
View word page
ἐνεργήτρια
effectrix
ShortDef
effectrix
Debugging
Headword:
ἐνεργήτρια
Headword (normalized):
ἐνεργήτρια
Headword (normalized/stripped):
ενεργητρια
IDX:
30060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30061
Key:
Data
{'content': 'effectrix'}