Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
ἐνερεύθομαι
View word page
ἐνεργητικός
able to act upon, acting upon

ShortDef

able to act upon, acting upon

Debugging

Headword:
ἐνεργητικός
Headword (normalized):
ἐνεργητικός
Headword (normalized/stripped):
ενεργητικος
IDX:
30059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30060
Key:

Data

{'content': 'able to act upon, acting upon'}