Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκραιφνής
ἀκραιφνότης
ἄκραντος
ἀκραξόνιον
ἀκρασία
ἀκρασία2
ἀκρασίων
ἀκράσπεδος
ἀκρατάριον
ἀκράτεια
ἀκρατεύομαι
ἀκρατευτικός
ἀκρατέω
ἀκρατής
ἀκρατησία
ἀκράτητος
ἀκρατία
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκρατισμός
ἀκράτιστος
View word page
ἀκρατεύομαι
to be incontinent

ShortDef

to be incontinent

Debugging

Headword:
ἀκρατεύομαι
Headword (normalized):
ἀκρατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ακρατευομαι
IDX:
3005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3006
Key:

Data

{'content': 'to be incontinent'}