Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
ἐνερεύγομαι
ἐνερευθής
View word page
ἐνεργητέος
to be done

ShortDef

to be done

Debugging

Headword:
ἐνεργητέος
Headword (normalized):
ἐνεργητέος
Headword (normalized/stripped):
ενεργητεος
IDX:
30058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30059
Key:

Data

{'content': 'to be done'}