Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
ἐνέρεισις
View word page
ἐνέργημα
action, activity, operation
ShortDef
action, activity, operation
Debugging
Headword:
ἐνέργημα
Headword (normalized):
ἐνέργημα
Headword (normalized/stripped):
ενεργημα
IDX:
30056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30057
Key:
Data
{'content': 'action, activity, operation'}