Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνεπιδημέω
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
ἐνερείδω
View word page
ἐνεργέω
to be in action, to operate
ShortDef
to be in action, to operate
Debugging
Headword:
ἐνεργέω
Headword (normalized):
ἐνεργέω
Headword (normalized/stripped):
ενεργεω
IDX:
30055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30056
Key:
Data
{'content': 'to be in action, to operate'}