Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνεπιδείκνυμαι
ἐνεπιδημέω
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
ἐνεργός
View word page
ἐνέργεια
action, operation, energy
ShortDef
action, operation, energy
Debugging
Headword:
ἐνέργεια
Headword (normalized):
ἐνέργεια
Headword (normalized/stripped):
ενεργεια
IDX:
30054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30055
Key:
Data
{'content': 'action, operation, energy'}